dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συλλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποθησαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποθησαύριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συγκεντρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συσπειρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκέντρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συναθροίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)