dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πονόλαιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Halsweh
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ιατρ.
ο
Πονόλαιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Halsentzündung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πονόλαιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Halsschmerzen
Ⓦ
Ⓖ
…