dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσεγγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
näher bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσεγγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nahe sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσεγγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσεγγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annähern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσεγγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähern
Ⓦ
Ⓖ
…