dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
περίοδος χάριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Karenzzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γονική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Karenzzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πρώην υπάλληλος υποχρεούται να μη προβεί σε πράξεις ανταγωνισμού προς τον πρώην εργοδότη του
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Karenzzeit
Ⓦ
Ⓖ
…