dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καθηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μονιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στερεώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασφαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρφώνω με τα μάτια μου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταγράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στερέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φιξάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οριστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…