dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
οριστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
definieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οριστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
endgültig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οριστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οριστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…