dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beziehungen unterhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beziehungen pflegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Beziehung stehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befreundet sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)