dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξεπληρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auszahlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοφλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auszahlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πληρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auszahlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auszahlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)