dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
έλατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tanne
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
λευκή ελάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Edeltanne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
έλατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tannenbaum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
έλατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tannenbaum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Καρυδοσπάστης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tannenhäher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ελατοδάσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tannenwald
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουκουνάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tannenzapfen
Ⓦ
Ⓖ
…