dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επιδίωξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιδιώκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φιλοδοξώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατευθύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)