dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βαλσαμώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einbalsamieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βαλσαμώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
präparieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαλσαμώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausstopfen
Ⓦ
Ⓖ
…