dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ταριχεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einbalsamieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταριχεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausstopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταριχεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
präparieren
Ⓦ
Ⓖ
…