dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σπαζοκεφαλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sorgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπαζοκεφαλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachdenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπαζοκεφαλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich den Kopf zerbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπαζοκεφαλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich Sorgen machen
Ⓦ
Ⓖ
…