dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
προαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fakultativ
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
προαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freiwillig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
προαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
optional
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wählbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zubehör-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wahlfrei
Ⓦ
Ⓖ
…