dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ad acta legen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Seite gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beilegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beiseite setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beseitigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdrängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weglegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausweichen
Ⓦ
Ⓖ
…