dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschlecht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sippe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Familie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mischpoche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sippschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sorte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σόι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Art
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)