dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf etwas setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf etwas wetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetten
Ⓦ
Ⓖ
…