dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τσούζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τσούζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσούζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehtun
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
τα τσούζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
saufen
Ⓦ
Ⓖ
…