dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
επιστόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mundstück
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mundstück
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στομίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mundstück
Ⓦ
Ⓖ
…