dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgestanden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altbacken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdorben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht mehr frisch
Ⓦ
Ⓖ
…