dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατακρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einbehalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατακρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsperren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorenthalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückbehalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinterziehen
Ⓦ
Ⓖ
…