dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerstandsfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beständig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
haltbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
solide
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strapazierfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dauerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
derb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
resistent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)