dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εναλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μετάπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μετατροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συναλλαγματική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γραμμάτιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πιστωτικός τίτλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wechsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)