dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φτέρη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φτέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Farn
Ⓦ
Ⓖ
…