dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Höhle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Räuberhöhle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlupfwinkel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterschlupf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zufluchtsort
Ⓦ
Ⓖ
…