dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
φιλοσ.
ο
δυϊσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dualismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dualismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δυαδισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dualismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
φιλοσ.
ο
δυισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dualismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)