dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verursachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausfordern
Ⓦ
Ⓖ
…
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervorrufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
provozieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reizen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herbeiführen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auffordern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewirken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermuntern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fördern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lostreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)