dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschweren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerer machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerer werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζωολ.
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belästigen
Ⓦ
Ⓖ
…