dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mutmaßlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anwärter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eventuell möglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Möchtegern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Möchtegern-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermeintlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επίδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
voraussichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…