dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
στείρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steril
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στείρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kinderlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στείρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fruchtlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στείρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfruchtbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Αριθμός
στείρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeugungsunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…