dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκδίδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fällen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fällen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μειώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διολισθαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fällen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πίπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υλοτομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fällen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)