dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σπαραξικάρδιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herzzerreißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γοερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herzzerreißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σπαρακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herzzerreißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σπαραχτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herzzerreißend
Ⓦ
Ⓖ
…