dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άθικτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverletzt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αχτύπητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverletzt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατραυμάτιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverletzt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σώος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverletzt
Ⓦ
Ⓖ
…