dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σερφάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
surfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πλοήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Surfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σέρφινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Surfen
Ⓦ
Ⓖ
…