dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπονομεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untergraben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπονομεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konterkarieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπονομεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterwandern
Ⓦ
Ⓖ
…