dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κουρασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κουρασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)