dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σεμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πειθαρχημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συγκρατημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…