dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τσεκούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τσεκούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hacke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τσεκούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Axt
Ⓦ
Ⓖ
…