dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κάρφωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Annageln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annageln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καθήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Annageln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καρφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annageln
Ⓦ
Ⓖ
…