dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ακτοφυλακή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Küstenwacht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ακτοφυλακή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wasserschutzpolizei
Ⓦ
Ⓖ
…