dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αφόδευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stuhlgang
Ⓦ
Ⓖ
…
αφόδευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Scheiße
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αφόδευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Scheißen
Ⓦ
Ⓖ
…