dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jemanden zwingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestreuen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflastern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einspielen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
decken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zwingen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)