dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τσούρμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besatzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τσούρμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τσούρμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bande
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τσούρμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Crew
Ⓦ
Ⓖ
…