dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θυγατρική εταιρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Filiale
Ⓦ
Ⓖ
…
θυγατρική εταιρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tochtergesellschaft
Ⓦ
Ⓖ
…