dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
επιστρατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einberufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιστρατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mobil machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιστρατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mobilisieren
Ⓦ
Ⓖ
…