dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ορθογραφικός έλεγχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rechtschreibprüfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ορθογραφικός έλεγχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rechtschreibkontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…