dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κουμαντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουμαντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
führen
Ⓦ
Ⓖ
…