dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ψήφισμα ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entschließung UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Generalversammlung UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διεθνές σύμφωνο ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
internationales Abkommen UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
επιτροπή του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kommission UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Διάσκεψη του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konferenz UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σύμβαση ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konvention UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sicherheitsrat UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Μόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ständiger Ausschuss UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεχνική επιτροπή του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Technische Kommission UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμβούλιο κηδεμονιών του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treuhandrat UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύνδετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ακατάστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άκοσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοικοκύρευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοικονόμητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασυμμάζευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ακαταστασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ταραχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπάχαλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανόργανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unorganisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανοργάνωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unorganisiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιοργάνωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unorganisiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανορθόδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unorthodox
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανορθόγραφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unorthographisch
Ⓦ
Ⓖ
…