dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
απαλλαγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befreit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαλλαγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαλλαγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlastet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαλλαγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freigesprochen
Ⓦ
Ⓖ
…