dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εστιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fokussieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εστιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εστιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scharf stellen
Ⓦ
Ⓖ
…